Dictionary of Greek. 2013.
νταλάκι — το, και νταλάκα, η παλαιά κοινή ονομασία τής σπλήνας («έσκασε η νταλάκα μου» κουράστηκα πολύ). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dalak «σπλήνα»] … Dictionary of Greek